- αμεσεγγύητος
- -η, -ο[μεσεγγυώμαι] αυτός, για τον οποίο δεν δόθηκε μεσεγγύηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμεσεγγύητος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δε δόθηκε μεσεγγύηση, δεν κατατέθηκε ενέχυρο σε τρίτο: Κοντά στ άλλα ο πελάτης του ήταν και αμεσεγγύητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)